ανθράκευση

ανθράκευση
η
1. κατασκευή ξυλοκάρβουνου: Η ανθράκευση όσο πάει και περιορίζεται.
2. προμήθεια γαιάνθρακα για την κίνηση, παλαιότερα, πλοίου ή σιδηρόδρομου: Το πλοίο καθυστέρησε στη Μασσαλία, γιατί έκανε και ανθράκευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακεύω — (Α ἀνθρακεύω) παρασκευάζω ξυλάνθρακες νεοελλ. (για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα αρχ. καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς. ΠΑΡ. ανθρακευτής νεοελλ. ανθράκευση αρχ. ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακισμός — ο η ανθράκευση* …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοκαλύβη — η απλό κτίσμα στο οποίο γίνεται η ανθράκευση όπου δεν μπορεί να γίνει στο ύπαιθρο …   Dictionary of Greek

  • Σκυλονήσι — Ερημόνησο των Κυκλάδων με ασφαλή όρμο. Σ’ αυτόν κρύφτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο το γερμανικό εύδρομο «Γκαίμπεν» για ανθράκευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”