- ανθράκευση
- η1. κατασκευή ξυλοκάρβουνου: Η ανθράκευση όσο πάει και περιορίζεται.2. προμήθεια γαιάνθρακα για την κίνηση, παλαιότερα, πλοίου ή σιδηρόδρομου: Το πλοίο καθυστέρησε στη Μασσαλία, γιατί έκανε και ανθράκευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.